φθογγικός

φθογγικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους φθόγγους
2. φρ. «φθογγικές μεταβολές»
γλωσσ. οι μεταβολές που υφίστανται οι φθόγγοι μιας γλώσσας σε ορισμένη χρονική περίοδο και σε ορισμένο τόπο, όπως λ.χ. γραπτός < γραφτός ή και το αντίστροφο τρέφω, αντί τού θρέφω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φθόγγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Δ.Ι. Μαυροφρύδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φθογγικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με τους φθόγγους, αυτός που είναι των φθόγγων: Φθογγικές μεταβολές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”